Βιβλιοπαρουσιάσεις: Εν σαρκί περιπολών
Εν σαρκί περιπολών
Παναγιώτης Χαχής
Εκδόσεις Πανοπτικόν, 2020
Παρουσίαση: Αγγελική Τζωρτζάκη
Το να αναλαμβάνεις την παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής, μοιάζει με την αγωνία μιας ερωτικής εξομολόγησης. Ο πεζός λόγος μέσα στην απλωσιά του σου δείχνει συχνά κάποια οδό να πορευτείς. Στην ποίηση το συχνότερο οι λέξεις χτυπούν απρόσκλητα ιδέες, μορφές, όργανα εντός σου. Όπως χτυπά το αγαπημένο σώμα δίχως προειδοποίηση. Και ύστερα καλείσαι με ένα όμορφο κάλεσμα όπως αυτό της ακριβής συναδέλφου Έφης Τσώτσου να απογυμνωθείς μπροστά στο δημιουργό.
Ο λόγος για την ποιητική συλλογή του εκλεκτού συνάδελφου Παναγιώτη Χαχή με τίτλο “Εν σαρκί περίπολών”. Πρόκειται για μια συλλογή σχεδόν -ας μου επιτραπεί η έκφραση- προφητική. Γεννημένη στην τελευταία πενταετία, εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2020 (εκδ. ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ) – μόλις στην απαρχή της πανδημίας, του εγκλεισμού, της κανονικοποίησης μιας ζωής καθ’ολα μη κανονικής, κουβαλώντας εγγενώς απαράλλαχτα τα γνωρίσματά της.
Λέξη τη λέξη – ο Παναγιώτης Χαχής καταδύεται στην πραγματικότητα του κέντρου της πόλης, με την παραδοχή ότι οι εικόνες που εντός τους κινούμαστε, τα έμψυχα και τα άψυχα, ακόμα και η παρακμή και η ασχήμια και η εγκατάλειψη, φέρουν μέσα τους το υπερβατικό και εντέλει την ομορφιά και τη ζωή.
Ελάχιστη προσδοκία του ποιητή η πυροδότηση του αναγνώστη να σκύψει τρυφερά πάνω σε αυτό το γεγονός. Να στρέψει το βλέμμα προς τα πάνω και προς τα μέσα, όχι να αποστρέψει.
Πολλοί οραματιζόμαστε τη διαφυγή μας σε ρόδινα ακρογιάλια και αρκαδικά βουνά, με τη σιγουριά μιας αυτόματης ευτυχίας να μας περιμένει. Είμαστε όμως σε αυτήν εδώ την πόλη, όλα παίζονται στο εδώ και στο τώρα, σε αυτές τις συντεταγμένες οφείλουμε να αγωνιστούμε, να συλλάβουμε τι είναι αυτό που μας κάνει άνθρωπο και άνθρωπο, όχι εάν πλήθος όμοιων άλλων που κατά το δοκούν συγχωρεί μόνον χαραμάδες για να φωτίζουν ίσα ίσα τους αγίους η τους καταραμένους.
Ο Παναγιώτης Χαχής ωστόσο, δεν ανήκει σε εκείνους που ονειρεύονται να αποσυρθούν σε έναν κόσμο αδιατάρακτης ειρήνης και πληρότητας, όπου η έριδα και τα πάθη εικονικά αργούν και κοιμούνται. Το αντίθετο: στις περιγραφές του απελευθερώνεται από κάθε εξωραϊστική μέριμνα:
Η καιόμενη βάτος των Εξαρχείων, οι δρόμοι του κέντρου, οι παρυφές του με τα σκουπίδια, τους τοίχους που πάνω τους προσπαθούν να βολευτούν τα βλέμματα, το ποτήρι το ουίσκι πάνω στον ξύλινο πάγκο του μπαρ εκείνες τις μικρές ώρες της νύχτας, τα διαμερίσματα που ορίζουν μικρόκοσμους, όλα τούτα μετουσιώνονται στη Γεσθημανή του καθενός μας, στο μέρος εκείνο που αναμετράσαι με την αδυναμία ή την μπόρεση να επιλέξεις τη μοναξιά ή να αποδεχτείς την οφειλή στο τεχνούργημα της ύπαρξής σου: να περπατήσεις στο εδώ κοινωνώντας με τον διπλανό σου την όμοια εκείνη γλώσσα που μας συνδέει πέρα από τα νήματα της οικονομίας και του καπιταλισμού.
Η προτροπή του ποιητή δεν είναι εύκολη. Δεν κουβαλάει μέσα της τον ήλιο, το αλάτι της θάλασσας, τα βουκολικά τοπία. Είναι μια προτροπή ντυμένη στα χρώματα ενός νουάρ αστικού πορτραίτου. Μα δεν αφήνει πίσω της πικρία.
Γιατί είναι πέρα για πέρα ανθρώπινη και θεϊκή μαζί.
Γιατί ανάμεσα στην υπεράνθρωπη ερήμωση της ασκητείας και τη διανθρώπινη μάχη του να έρθεις κοντά σε ένα άλλο ανθρώπινο ον, η εποχή μας και οι συγκυρίες της κραυγάζουν την ανάγκη της δεύτερης αυτής μορφής αγιοσύνης.