Τοποθέτηση Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΝΑΠ ΕΣΔΔΑ ως προς το υπόμνημα μελών αναφορικά με τους υγειονομικούς που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΝΑΠ ΕΣΔΔΑ έλαβε στις 11/5/2022 Υπόμνημα που υπογράφουν συνάδελφοι/ισσες και με το οποίο ζητείται από την Ένωση Αποφοίτων να πάρει θέση απέναντι στα κυβερνητικά μέτρα που αφορούν τους υγειονομικούς που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας λόγω μη εμβολιασμού τους για τη νόσο covid-19. Πιστεύοντας ακράδαντα ότι συλλογικές κινήσεις, όπως η συγκεκριμένη, ευνοούν το διάλογο και δυναμώνουν τις συλλογικές διαδικασίες, υποδεχτήκαμε με ικανοποίηση το αίτημα των συναδέλφων/ισσών και αποδεχόμαστε με χαρά το άνοιγμα της συζήτησης επί ενός θέματος δύσκολου, περίπλοκου και απαιτητικού.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι υπάρχουν πέντε βασικές παράμετροι που αφορούν το ζήτημα του μη εμβολιασμού των υγειονομικών και των σχετικών κυβερνητικών μέτρων και τις οποίες θα πρέπει να λάβουμε υπόψη:
1. το δικαίωμα του καθενός/καθεμιάς να εμβολιαστεί,
2. το αν είναι απαραίτητο ή όχι ο καθένας και η κάθε μία από εμάς να εμβολιαστεί,
3. τα συνολικά μέτρα της Κυβέρνησης για την προστασία του πληθυσμού
4. τα μέτρα της Κυβέρνησης σε βάρος όσων δεν έχουν εμβολιαστεί
5. το συλλογικό και παγκόσμιο αίτημα για καθολική υγειονομική κάλυψη
Εξετάζοντας το ζήτημα υπό αυτές τις παραμέτρους, το Διοικητικό Συμβούλιο εκτιμά ότι το Υπόμνημα που κατατέθηκε εστιάζει μονομερώς στο πρώτο και στο τέταρτο σημείο από τα αναφερόμενα. Οι συγγραφείς του δεν θίγουν καθόλου και δεν αξιολογούν τα σημεία (2), (3) και (5), που κατά τη γνώμη μας είναι απαραίτητα για μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη θέση γύρω από αυτό το ζήτημα.
Αναλυτικά, και ως προς τα παραπάνω, σημειώνουμε τα εξής:
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΝΑΠ ΕΣΔΔΑ θεωρεί ότι όντως ο καθένας/καθεμία από εμάς έχει το ατομικό δικαίωμα να προχωρήσει ή όχι στον εμβολιασμό του/της. Ασφαλώς, όμως, η αιτιολόγηση που δίνει ως προς την επιλογή αυτή είναι αντικείμενο κρίσης. Για παράδειγμα αν κάποιος επιλέξει να εμβολιαστεί επικαλούμενος τη συμφωνία του με την κυβερνητική πολιτική είναι εντελώς διαφορετικό από το αν κάποιος το επέλεξε κατόπιν ιατρικής σύστασης. Δεν εμβολιάζουμε τα παιδιά μας γιατί τυχαίνει να συμφωνούμε με μια κυβέρνηση, αλλά γιατί ακολουθούμε τις ιατρικές γνωματεύσεις/οδηγίες. Αντίστοιχα, αν κάποιος επιλέξει να μην εμβολιαστεί διότι αντιτίθεται στην κυβέρνηση ή γιατί πιστεύει σε κάποιου είδους «θεωρία συνομωσίας», θα κριθεί αντίστοιχα για την αιτιολόγηση της επιλογής του αυτής. Επίσης, θα κριθεί και αν κάποιος μη ιατρός επιμένει ότι ο μη εμβολιασμός είναι προτιμότερος στη βάση ψευδο-ιατρικών, στατιστικών κ.ο.κ. δεδομένων. Παρά το γεγονός ότι η απόφασή του πρέπει να γίνει σεβαστή στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, παρ’ όλα αυτά δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτή και ως ορθή.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΝΑΠ ΕΣΔΔΑ τάσσεται υπέρ του εμβολιασμού συνολικά του πληθυσμού και ειδικότερα των υγειονομικών υπαλλήλων, των εργαζόμενων σε δομές κοινωνικής αλληλεγγύης και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ως ένα πρόσθετο μέτρο προστασίας απέναντι στην πανδημική κρίση δίπλα στα ήδη υπάρχοντα (θεραπείες, μάσκες, αποστάσεις, κανόνες υγιεινής).
Η θέση μας αυτή δεν αποτελεί ούτε κάποιου είδους έκκληση ούτε άλλου τύπου άσκηση πολιτικής. Ερείδεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας, η εμβολιαστική κάλυψη προστατεύει, κυρίως από βαριά νόσηση και θνητότητα το σύνολο του πληθυσμού και ιδιαίτερα τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ενώ εμποδίζει την περαιτέρω εξάπλωση του ιού. Είναι αυταπόδεικτο ότι οι υγειονομικοί και οι εργαζόμενοι/ες σε προνοιακές δομές βρίσκονται εκτεθειμένοι/ες στον ιό με μεγαλύτερη συχνότητα από άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Ταυτόχρονα οι ομάδες υψηλού κινδύνου (ηλικιωμένοι, πολυασθενείς κ.λπ.) κινδυνεύουν περισσότερο από θνητότητα ή/και κίνδυνο βαριάς νόσησης εξαιτίας του ιού, συγκριτικά με άλλες πληθυσμιακές ομάδες. Συνεπώς, ο εμβολιασμός τους είναι ενισχυτικός τόσο ως προς τη δική τους προστασία όσο και ως προς τη συνολικότερη προστασία του πληθυσμού που λαμβάνει τις υπηρεσίες τους και των συγγενών τους.
3. Ωστόσο, στη βάση των ατομικών δικαιωμάτων και του φόβου (ιδιαίτερα από ηλικιωμένους ανθρώπους και πολυασθενείς) απέναντι σε ένα φαρμακευτικό σκεύασμα που δεν ήταν αρχικά γνωστό, και προκειμένου ο καθένας και η καθεμία από εμάς να επιλέξει αν θα προχωρήσει με πλήρη γνώση των δεδομένων στον εμβολιασμό του, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η πλήρης και διαφανής ενημέρωση του πληθυσμού από επίσημες κρατικές και επιστημονικές πηγές. Εξίσου σημαντική όμως είναι και η γενικότερη προστασία του πληθυσμού στη βάση συγκεκριμένων κυβερνητικών ρυθμίσεων με στόχο τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού και τη θωράκιση του Συστήματος Υγείας.
4. Όσον αφορά στην ενημέρωση του πληθυσμού, είναι σαφές ότι το Υπουργείο Υγείας και συνολικά η Κυβέρνηση δεν έχουν προχωρήσει σε ένα ευρύ, πολυεπίπεδο και στοχευμένο πρόγραμμα ενημέρωσης του πληθυσμού, που θα δίνει, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερη βαρύτητα στους υγειονομικούς και στις ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες. Εξίσου σαφές είναι ότι τα τηλεοπτικά σποτ δεν συνιστούν μια ουσιαστική και σε βάθος ενημέρωση του πληθυσμού. Αντίστοιχα, τα τηλεοπτικά παράθυρα των Ειδήσεων, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη σε βάθος ενημέρωση είτε με κατ’ ιδίαν είτε με ομαδικές συναντήσεις και συζητήσεις, στο πρότυπο άλλων χωρών του δυτικού κόσμου και της Λατινικής Αμερικής. Ειδικά για τους υγειονομικούς υπαλλήλους και τις ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες (ηλικιωμένοι και πολυασθενείς) είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ενημέρωσης από τη συντονισμένη δράση κρατικών φορέων, ιατρών, ιατρικών συλλόγων, ενώσεων επιδημιολόγων κ.λπ., σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας και την Κυβέρνηση. Ένα τέτοιο πρόγραμμα ενημέρωσης ουδέποτε εφαρμόστηκε, παρότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε προβεί σε έντονη σύσταση ως προς αυτό.
Αναφορικά με τη συνολική προστασία του πληθυσμού στη βάση γενικότερων κυβερνητικών μέτρων, πρέπει να σημειωθεί ότι η Κυβέρνηση και τα αρμόδια Υπουργεία ουδέποτε εφάρμοσαν ένα συντονισμένο πρόγραμμα προστασίας και κάλυψης του πληθυσμού από τη νόσο, στη βάση της πρόληψης, της παρέμβασης στην κοινότητα και της ολιστικής προσέγγισης. Τα αλλεπάλληλα και γενικευμένα λοκντάουν στα οποία προέβη η κυβέρνηση είχαν πρωτίστως έναν κατασταλτικό σε βάρος της νόσου χαρακτήρα, παρά έναν προσανατολισμό στην πρόληψη -με την εξαίρεση του πρώτου, αιτιολογημένου λοκντάουν- στη βάση της απαραίτητης ενίσχυσης και αναδιάρθρωσης του Δημόσιου Συστήματος Υγείας. Συνέπεια της συγκεκριμένης κυβερνητικής επιλογής ήταν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και οι χώροι εργασίας σε Δημόσιο και Ιδιωτικό Τομέα να καταστούν σημεία διάδοσης και διασποράς του ιού. Επιπρόσθετα, η κυβερνητική πρόσκληση για αθρόα προσέλευση τουριστών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, η επαναλαμβανόμενη κήρυξη του τέλους της πανδημίας και οι αποπροσανατολιστικές δηλώσεις περί «πανδημίας ανεμβολίαστων» είχαν τελικά ως συνέπεια την περαιτέρω εξάπλωση του ιού.
Τέλος, η Κυβέρνηση δεν προχώρησε σε τρεις βασικές ενέργειες για την αντιμετώπιση τόσο σε κατασταλτικό όσο και προληπτικό επίπεδο της εξάπλωσης του ιού:
(α) δεν έκανε αθρόες και στοχευμένες προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία και τις δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας,
(β) δεν προχώρησε σε ευρεία επίταξη ΜΕΘ από τον ιδιωτικό τομέα Υγείας για να ενισχυθεί περαιτέρω η κάλυψη των νοσούντων και να μην πιεστεί περαιτέρω το Εθνικό Σύστημα Υγεία, και
(γ) δεν προχώρησε στην υλοποίηση ενός αποτελεσματικού συστήματος επιδημιολογικής επιτήρησης και στην σε βάθος ιχνηλάτηση των κρουσμάτων και των επαφών τους με διαφανείς και δημοκρατικές μεθόδους που θα σέβονταν την ιδιωτικότητα.
Συμπερασματικά, η Κυβέρνηση και συνολικά ο Κρατικός Μηχανισμός ούτε ενημέρωσε επαρκώς τους πολίτες ούτε αντιμετώπισε αποτελεσματικά την πανδημική κρίση.
Σε συνέχεια των παραπάνω, θεωρούμε τα μέτρα της Κυβέρνησης κατά των μη εμβολιασμένων υγειονομικών υπαλλήλων και επαγγελματιών στο χώρο της Υγείας και της Κοινωνικής Αλληλεγγύης, είναι σε λάθος κατεύθυνση, μετατοπίζουν τη δημόσια συζήτηση από τις ευθύνες της Πολιτείας στην «ατομική ευθύνη» και εμπεριέχουν τιμωρητικές διαστάσεις. Το πρόβλημα δεν έγκειται στο γεγονός ότι απαιτήθηκε από τους Υγειονομικούς να εμβολιαστούν, καθώς τα ατομικά δικαιώματα δύναται να καμφθούν σε περιπτώσεις πανδημίας. Το πρόβλημα με την κυβερνητική απόφαση βρίσκεται σε άλλη κατεύθυνση. Συγκεκριμένα:
(α) η απαίτησή της κυβέρνησης για εμβολιασμό γίνεται στη βάση της ατομικής ευθύνης, την ώρα που μια πανδημική κρίση είναι ένα προφανές συλλογικό, κοινωνικό πρόβλημα. Η Κυβέρνηση απεκδυόμενη τις δικές της ευθύνες και ανεπάρκειες στην αντιμετώπιση της πανδημίας επιδιώκει να μετακυλίσει το σύνολο των προβλημάτων της πανδημικής κρίσης στη μη έγκαιρη εμβολιαστική ηλικιωμένων και Υγειονομικών. Το ίδιο συνέβη, άλλωστε, και κατά τα πρώτα στάδια της πανδημίας όταν εγκαλούνταν σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού για μη τήρηση των απαραίτητων μέτρων, την ώρα που το καλοκαίρι «άνοιγαν» προκλητικά τα σύνορα για τους τουρίστες με πρακτικά ανύπαρκτες προϋποθέσεις ως προς την αποτροπή εξάπλωσης πανδημία.
(β) τα ίδια τα μέτρα της κυβερνητικής απόφασης για τους μη εμβολιασμένους Υγειονομικούς και τους ηλικιωμένους είναι σαφέστατα μη αναλογικά. Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες για υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας, οι επαγγελματίες Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που εργάζονται στον Δημόσιο Τομέα και που παραμένουν μη εμβολιασμένοι, θα μπορούσαν, μετά από ενδελεχή και τακτικό διαγνωστικό έλεγχο, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε θέσεις όπου η πολιτεία κρίνει ότι ο κίνδυνος δεν είναι αυξημένος για τους ίδιους και για το κοινωνικό σύνολο. Η απόφαση απομάκρυνσής τους από την εργασία τους από την πλευρά της κυβέρνησης είναι τιμωρητική και, τελικά, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να ενισχύει τον ανορθολογισμό και το λεγόμενο «αντιεμβολιαστικό κίνημα», με όποιες συνέπειες έχει αυτό τόσο στη συλλογική συνείδηση όσο και στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Ενισχύει δε παραπέρα τη λογική της «ατομικής ευθύνης» επιχειρώντας, ταυτόχρονα, να αποκρύψει τις δικές της σοβαρότατες ευθύνες.
5. Η παγκόσμια υγειονομική κρίση που προκλήθηκε από την εξάπλωση του ιού SARS-CoV-2 ανέδειξε τις παγκόσμιες διαστάσεις που οφείλει να έχει η αντιμετώπιση μιας πανδημίας στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Τα τελευταία 2,5 χρόνια, το αίτημα για καθολική υγειονομική κάλυψη έχει αναδειχθεί σε ακρογωνιαίο λίθο κάθε σύγχρονης και ολοκληρωμένης πολιτικής υγείας. Η εμπειρία της πανδημίας σε χώρες που ο πληθυσμός τους στερούνταν δωρεάν πρόσβασης σε εμβόλια, θεραπείες και λοιπές υπηρεσίες υγείας ήταν απολύτως επώδυνη. Είναι γνωστό ότι τις βαρύτερες συνέπειες υπέστησαν κυρίως οι πιο φτωχοί και πιο αδύναμοι. Δυστυχώς τα συνεχή καλέσματα του Π.Ο.Υ. και της επιστημονικής κοινότητας για παγκόσμια εμβολιαστική κάλυψη με στόχο το τέλος της πανδημίας δεν εισακούστηκαν από τις δυτικές κυβερνήσεις και τις πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες. Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες το αίτημα για πρόσβαση στα εμβόλια και τις θεραπείες βρέθηκε στον πυρήνα κινημάτων και λαϊκών κινητοποιήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το λεγόμενο «αντιεμβολιαστικό κίνημα» αφορά κυρίως τις πλούσιες χώρες του δυτικού κόσμου, οι πληθυσμοί των οποίων έχουν κατά κανόνα εύκολη πρόσβαση στα εμβόλια άρα και πιο πλήρη προστασία απέναντι στην πανδημία, θεωρούμε ότι το αίτημα μη εμβολιασμού των επαγγελματιών, όσο και αν αποτελεί έκφανση του ατομικού τους δικαιώματος, ταυτόχρονα αποπροσανατολίζει από το πραγματικά κρίσιμο αίτημα της καθολικής υγειονομικής κάλυψης για όλους χωρίς περιορισμούς.
Στη βάση των παραπάνω, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Αποφοίτων Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, θεωρεί ότι:
- Τα μέτρα της κυβέρνησης κατά των υγειονομικών και των επαγγελματιών Υγείας είναι μη αναλογικά. Είναι αναγκαία η άμεση ανάκληση της απομάκρυνσης των επαγγελματιών Υγείας από τις θέσεις τους και την επαναφορά τους σε θέσεις όπου η πολιτεία κρίνει ότι δεν θα κινδυνεύει η προσωπική τους υγεία και το κοινωνικό σύνολο από την περαιτέρω εξάπλωση της πανδημίας. Θεωρούμε απαράδεκτο ότι εργαζόμενοι/ες και οι οικογένειές τους στερούνται ακόμη και τα ελάχιστα προς το ζην και ότι δεν έχει προβλεφθεί νομοθετικά η αποζημίωσή τους για όσο καιρό βρίσκονταν σε αναστολή. Σε συνθήκες πανδημίας η κυβέρνηση οφείλει να μην χρησιμοποιεί ως πρόσχημα την, ατομική τους επιλογή, ώστε να αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας που βρίσκεται σε ασφυκτική πίεση.
- Η κυβέρνηση φέρει τεράστιες ευθύνες για τη μη έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση τόσο του γενικού πληθυσμού όσο και στοχευμένων ομάδων (υγειονομικοί, ηλικιωμένοι, πολυασθενείς, ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, κ.λπ.) σχετικά με τον πανδημικό ιό της COVID-19 και την προστασία/συνέπειες από τον εμβολιασμό.
Καλούμε τους συναδέλφους/ισσες που εργάζονται στους τομείς της Υγείας και της Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και οι οποίοι/ες δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμα για τον ιό SARS-CoV-2, να ενημερωθούν για τα εμβόλια από αξιόπιστες επιστημονικές πηγές[1].
[1] https://www.who.int/emergencies/diseases/novel-coronavirus-2019/covid-19-vaccines/advice
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΝΑΠ-ΕΣΔΔΑ
[1] https://www.who.int/emergencies/diseases/novel-coronavirus-2019/covid-19-vaccines/advice