Τοποθέτηση του ΔΣ της ΕΝΑΠ – ΕΣΔΔΑ σχετικά με το σχέδιο νόμου «Νέο σύστημα επιλογής διοικήσεων φορέων του δημοσίου τομέα και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας τους»
Το ΔΣ της ΕΝΑΠ – ΕΣΔΔΑ τοποθετήθηκε στην διαβούλευση για το σχέδιο νόμου «Νέο σύστημα επιλογής διοικήσεων φορέων του δημοσίου τομέα και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας τους» με το παρακάτω σχόλιο:
Το παρόν σχέδιο νόμου αποτυπώνει μία προσπάθεια ευθυγράμμισης του ελληνικού κράτους με την εφαρμογή των αρχών της αξιοκρατίας, της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας κατά τη στελέχωση της νευραλγικών θέσεων του δημοσίου τομέα. Η Ένωση Αποφοίτων Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΝΑΠ – ΕΣΔΔΑ), επιδοκιμάζει την προσπάθεια ανασχεδιασμού της διαδικασίας στελέχωσης νευραλγικών θέσεων του δημοσίου τομέα, μέσα από αντικειμενικές και αδιάβλητες διαδικασίες που αντίκεινται στη λογική του πελατειακού κράτους και της κομματοκρατίας. Παράλληλα, καταγράφει τις παρατηρήσεις της για τα σημεία εκείνα που χρήζουν περαιτέρω επεξεργασίας και βελτιώσεων και παραθέτει κατωτέρω τις προτάσεις της:
1. Στο άρθρο 5, όπου καθορίζονται οι προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής, προτείνουμε και για τις τρεις κατηγορίες ως απαιτούμενο προσόν συμμετοχής την άριστη γνώση αγγλικής ή της γαλλικής ή της γερμανικής ή της ισπανικής ή της ιταλικής γλώσσας.
2. Θεωρούμε ότι η καθιέρωση της γραπτής εξέτασης με το άρθρο 6 κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί το περιεχόμενο και η μεθοδολογία της εξέτασης. Επίσης, υποστηρίζουμε ότι η γραπτή εξέταση δεν θα πρέπει να αποτελεί on/off κριτήριο, αλλά να προσμετράται στη συνολική μοριοδότηση των υποψηφίων με συγκεκριμένο συντελεστή βαρύτητας.
3. Σε ό,τι αφορά το άρθρο 7, διαφωνούμε με την εξίσωση του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών με την αποφοίτηση από τη μοναδική παραγωγική σχολή του δημοσίου, την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ), που εκπαιδεύει και παράγει επιτελικά στελέχη ταχείας εξέλιξης. Προκρίνουμε πως η μοριοδότηση των Αποφοίτων της ΕΣΔΔΑ θα πρέπει να είναι αυξημένη διότι τόσο το καθεστώς εισαγωγής σε αυτή, όσο και το πρόγραμμα σπουδών της, σε καμία περίπτωση δεν προσιδιάζουν με τα αντίστοιχα ενός μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών. Πιο συγκεκριμένα, η εισαγωγή στην ΕΣΔΔΑ επιτυγχάνεται μέσα από έναν εξαιρετικά σύνθετο και δύσκολο διαγωνισμό, που λαμβάνει χώρα σε δύο στάδια και περιλαμβάνει την εξέταση πληθώρας γνωστικών αντικειμένων σχετικών με τη διοίκηση του κράτους. Ιδιαίτερα απαιτητικό είναι και το πρόγραμμα σπουδών της Σχολής, το οποίο έχει διάρκεια 20 μήνες και κατά το οποίο οι εκπαιδευόμενοι δόκιμοι δημόσιοι υπάλληλοι υπόκεινται σε διαρκή αξιολόγηση, μέσω των πολλαπλών εξετάσεων, της κατάθεσης εργασιών και της πρακτικής άσκησης που πραγματοποιούν σε φορείς του δημοσίου. Επιπλέον, η Σχολή έχει εξειδικευμένο Τμήμα Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας και Κοινωνικής Φροντίδας, οι Απόφοιτοι του οποίου διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία για να στελεχώσουν τις διοικήσεις νοσοκομείων, κέντρων κοινωνικής πρόνοιας, υγειονομικών περιφερειών και άλλων σχετικών φορέων. Το ίδιο ισχύει και για τους Αποφοίτους του εξειδικευμένου Τμήματος Πολιτιστικής Διοίκησης της Σχολής, οι Απόφοιτοι του οποίου είναι άρτια καταρτισμένοι και ικανοί να στελεχώσουν τη διοίκηση πολιτιστικών φορέων. Υπό αυτό το πρίσμα υποστηρίζουμε την πρόβλεψη αυξημένης μοριοδότησης της αποφοίτησης από την ΕΣΔΔΑ σε σχέση με την αντίστοιχη μοριοδότηση του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών. Επιπλέον, υποστηρίζουμε ότι ένας μεταπτυχιακός τίτπλος σπουδών πρέπει να μοριοδοτείται με τον ίδιο τρόπο ανεξάρτητα αν ο κάτοχος του είναι απόφοιτος της ΕΣΔΔΑ ή όχι. Τέλος , υποστηρίζουμε την σωρευτική ισχύ των τυπικών προσόντων.
4. Εκτίμησή μας είναι ότι η δέσμευση των οργάνων της διοίκησης από τα ετήσια σχεδια δράσης του καθε υπουργείου ενισχύει την λογοδοσία και τη διαφάνεια όσον αφορά τη λειτουργία των ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ. Αντίθετα, εκφράζουμε τον προβληματισμό μας για τη σκοπιμότητα και το ύψος του κινήτρου επίτευξης στόχων καθώς αυτό θα χορηγείται σε στελέχη των οποίων ο μισθός είναι πολύ υψηλός.
5. Προτείνουμε τον περιορισμό της μοριοδότησης της συνέντευξης, η οποία ως διαδικασία έχει υποκειμενικά χαρακτηριστικά. Η συνέντευξη απαιτείται να είναι πλήρως δομημένη ως προς τη δυσκολία, στάθμιση και περιεχόμενο των τιθέμενων ερωτήσεων. Πρέπει να ερωτώνται οι υποψήφιοι θέματα ανάλογης δυσκολίας και ευρύτητας. Επιπλέον, προτείνουμε για λόγους ενίσχυσης της διαφάνειας να είναι υποχρεωτική η μαγνητοφώνηση της και όχι προαιρετική, όπως προβλέπει η παράγραφος γ του άρθρου 7.
6. Προτείνουμε τον περαιτέρω εξορθολογισμό των μορίων προυπηρεσίας όπως καθορίζονται στο άρθρο 7 παρ. β με ανώτατη στάθμιση 1:2,5, δηλαδή να είναι δύο (2) μόρια ανά μήνα για απλή θέση εισηγητή, τρία (3) μόρια ανά μήνα για θέση τμηματάρχη, τέσσερα (4) μόρια ανά μήνα για θέση Δ/ντη και πέντε (5) μόρια ανά μήνα για θέση Γενικού Διευθυντή ή Διοικητή ΝΠ (καταληκτική μοριοδότηση).
7. Στην παράγραφο 9 του άρθρου 4 αναφέρεται ότι ο υπουργός θα επιλέγει μεταξύ των τριών επικρατέστερων υποψηφίων. Θεωρούμε πως αυτή η πρόβλεψη αντίκειται στη λογική και τη φιλοσοφία του ίδιου του νομοσχεδίου, καθώς υποβαθμίζεται η αξιοκρατική και αντικειμενική διάσταση την οποία προωθεί στο σύνολό του και εν τέλει προκρίνονται υποκειμενικά κριτήρια. Κατά τη γνώμη μας στην τελική απόφαση καθοριστικό ρόλο θα πρέπει να έχουν οι Επιτροπές Επιλογής με ενισχυμένη τη συμμετοχή του ΑΣΕΠ και η τελική βαθμολογία των υποψηφίων.
8. Στη σωστή κατεύθυνση κινείται η πρόβλεψη του άρθρου 14 για κυρώσεις στα εποπτεύοντα Υπουργεία των νομικών προσώπων, τα οποία δεν αναρτούν εντός της προθεσμίας της παρ. 3 του άρθρου 4 την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, καθώς επιλύει το ζήτημα της μη εφαρμογής αντίστοιχων νομοθετικών ρυθμίσεων του παρελθόντος, όπως ο Ν. 4735/2020. Αντίστοιχη ρύθμιση θα πρέπει να προβλεφθεί και για τις κρίσεις προϊσταμένων.
9. Καταληκτικά διαπιστώνουμε το τελευταίο διάστημα την τάση η ρύθμιση κρίσιμων νομοθετικών ζητημάτων να πραγματοποιείται μέσω υπουργικών αποφάσεων οι οποίες βασίζονται σε εξουσιοδοτικές διατάξεις, παρακάμπτοντας με αυτό τον τρόπο την κοινοβουλευτική διαδικασία και τη δημόσια διαβούλευση. Αυτή η πρακτική αντιτίθεται σε δύο από τις βασικές αρχές της καλής νομοθέτησης, τη διαφάνεια και τη δημοκρατική νομιμοποίηση, όπως αυτές προσδιορίζονται από το άρθρο 58 του νόμου για το επιτελικό κράτος (Ν. 4622/2019 Α’ 133).