ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΜΗ ΚΡΑΤΙΚΩΝ – ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ
Με αφορμή το επερχόμενο κυβερνητικό νομοσχέδιο για την ίδρυση «Μη Κρατικών – Μη Κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων», άνοιξε για άλλη μια φορά η συζήτηση για το μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Στο δημόσιο διάλογο, από όσους υποστηρίζουν την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, επικρατούν επιχειρήματα περί ιδεοληψίας και αναχρονιστικών απόψεων όσων είναι ενάντια σε αυτή την «εμβληματική μεταρρύθμιση». Προκειμένου να στηθεί το αφήγημα δε διστάζουν να εργαλειοποιούν ακόμα και τον Καταστατικό Χάρτη της χώρας με βαρύγδουπες εκφράσεις περί «τελεολογικής ερμηνείας του Συντάγματος». Επιπλέον, ακούγονται επιχειρήματα όπως, ότι ο ανταγωνισμός θα ωφελήσει τα Δημόσια Ιδρύματα, θα ενισχυθεί το ΑΕΠ της χώρας, θα ανασχεθεί το φαινόμενο του brain drain κτλ.
Πέραν των υπεκφυγών ας μιλήσουμε όμως για τον ελέφαντα στο δωμάτιο.
Αρχικά και όσον αφορά την Συνταγματική Απαγόρευση. Στο Άρθρο 16 του Συντάγματος (παρ. 5 & 8) αναφέρεται ρητά για την ανώτατη εκπαίδευση, ότι παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Από την άλλη, τόσο το Ενωσιακό όσο και το Διεθνές Δίκαιο επιτρέπουν τη νομοθέτηση μη Κρατικών Πανεπιστημίων αλλά δεν την επιβάλουν. Αυτό σημαίνει ότι παραμένει στην αρμοδιότητα του κράτους η επιλογή. Εφόσον η κυβέρνηση επιθυμεί την ίδρυση μη κρατικών ιδρυμάτων, οφείλει να ακολουθήσει την νόμιμη οδό η οποία δεν είναι άλλη από τη Συνταγματική Αναθεώρηση και όχι με επικίνδυνα νομικίστικα επιχειρήματα ερμηνεύοντας κατά το δοκούν ακόμα και το ίδιο το Σύνταγμα.
Επιπλέον, το επιχείρημα ότι είμαστε από τις λίγες χώρες στις οποίες δεν λειτουργούν ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι έωλο. Για την ακρίβεια, ισχύει το εντελώς αντίθετο, γιατί επί της ουσίας είναι ελάχιστα τα Ανώτατα εκείνα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, που λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου. Και πώς θα γινόταν διαφορετικά, αφού κανένας ιδιώτης δεν επενδύει σε κάτι το οποίο δεν διασφαλίζει το κέρδος του, πόσο δε μάλλον σε τομείς όπου χρειάζονται τεράστια κονδύλια για έρευνα, ανάπτυξη και τεχνολογία. Στην πλειονότητα των κρατών, τα ιδρύματα αυτά χρηματοδοτούνται γενναία από τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Αυτό θα έχει ως συνέπεια στο όνομα του «υγιούς ανταγωνισμού» να μειωθεί η χρηματοδότηση από το κράτος προς τα δημόσια πανεπιστήμια οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στην υποβάθμιση της παρεχόμενης παιδείας καθώς και την λειτουργία τους με όρους κερδοφορίας. Υπό αυτό το πρίσμα, ο λεγόμενος «ανταγωνισμός» όχι μόνο δεν θα δράσει προς όφελος και βελτίωση των κρατικών Πανεπιστημίων, αλλά θα αποτελέσει ταφόπλακα για πολλά από τα κρατικά ιδρύματα, κυρίως της Περιφέρειας, με ότι αυτό συνεπάγεται, τόσο για την ίδια την επιστημονική κοινότητα, όσο και για τις Αναπτυξιακές δυνατότητες και τις τοπικές οικονομίες αυτών των περιοχών.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε και την απειλή υποβάθμισης της ίδιας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης εφόσον η απόκτηση τίτλου σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί μεταξύ άλλων και προϋπόθεση για την εισαγωγή σε αυτήν. Ως εκ τούτου, η εξίσωση υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών με αμφιβόλου ποιότητας αγοραία πτυχία θα υποβαθμίσει το έργο της Σχολής, σκοπός της οποίας είναι η παροχή και εκπαίδευση ανθρώπινου δυναμικού στην ελληνική Δημόσια Διοίκηση υψηλού γνωσιακού επιπέδου.
Επί της ουσίας όμως, ας δούμε κατά πόσο η άρνηση της ίδρυσης Μη Κρατικών Μη Κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων αποτελεί απλά μια στείρα άρνηση της προόδου ή προσπαθεί να φωτίσει τον ελέφαντα στο δωμάτιο.
Για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα από όλα να τονισθεί μια σημαντική ιδεολογική διαφωνία. Και αυτή δεν είναι άλλη από το τι ορίζουμε Δημόσια Αγαθά και Δημόσιο Συμφέρον. Η διαχωριστική γραμμή και ο ορισμός, δεν μπορεί να είναι άλλος, από το ποιος ωφελείται από την υιοθέτηση της κάθε πολιτικής. Και κατά τη γνώμη μας, και σε αντίθεση με το νεοφιλελεύθερο αφήγημα που ως μόνη προϋπόθεση για την υιοθέτηση μιας πολιτικής θέτει το κέρδος, τα δημόσια αγαθά και πολιτικές οφείλουν να έχουν ως γνώμονα την ελεύθερη πρόσβαση, τη συμπερίληψη, την ισότητα των ευκαιριών, την κοινωνική κινητικότητα, την άρση κάθε είδους αποκλεισμών και συμπερασματικά την ευημερία και πρόοδο του κοινωνικού συνόλου και όχι μιας οικονομικής ελίτ.
Οι πολιτικές των τελευταίων ετών στο χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, στοχευμένα και μεθοδικά οδήγησαν σε ένα αφήγημα απαξίωσης των Ανώτατων Ιδρυμάτων της χώρας, με αποτέλεσμα να φαίνεται σαν μονόδρομος η ίδρυση των μη Κρατικών Ιδρυμάτων αφού ως γνωστό, το πρώτο συνειδητό βήμα για την ιδιωτικοποίηση είναι η απαξίωση των δημόσιων-κοινών αγαθών.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΥ , (συγκριτικά στοιχεία της περιόδου 2019/2020 με έτος βάσης 2008) το ακαδημαϊκό προσωπικό κατά την τελευταία δεκαετία έχει μειωθεί σε ποσοστό 32,7% . Η αναλογία φοιτητών / μέλη ΔΕΠ είναι τρεισήμισι φορές υψηλότερη (47 φοιτητές/ΔΕΠ) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (47 φοιτητές/ΔΕΠ).
Η συνολική δημόσια χρηματοδότηση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας, έχει μειωθεί κατά 17,7% από το 2008, ενώ η απώλεια της αποκλειστικά δημόσιας χρηματοδότησης για το ίδιο διάστημα ανέρχεται στο ποσό των 6,1δις ευρώ!!! Σύμφωνα δε με στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας έχει τη χαμηλότερη δημόσια χρηματοδότηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, με δαπάνη (2019) μόλις 2.360€/φοιτητή τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στα 11.700€.
Ένα επιπλέον αποκαλυπτικό στοιχείο της έρευνας, αφορά την αύξηση της δαπάνης των νοικοκυριών κατά 6,2%, (ΙΕΚ, κολέγια, μεταπτυχιακές σπουδές) γεγονός που αποδεικνύει ότι όσο μειώνεται η κρατική χρηματοδότηση τόσο επιβαρύνεται ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Ωστόσο, η επιβάρυνση αυτή είναι αντιστρόφως ανάλογη με το εισόδημα του νοικοκυριού, όπου σε συνδυασμό με τις υπέρογκες δαπάνες για φροντιστήρια και ιδιαίτερα, καθιστά έως και αδύνατη την ελεύθερη πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση για όσους προέρχονται από τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του κινδύνου που ενέχει μία τέτοια πολιτική είναι οι ΗΠΑ που τα φοιτητικά δάνεια να υποθηκεύουν το μέλλον των σπουδαστών για μεγάλο μέρος της ζωής τους.
Στο γενικότερο πλαίσιο της συστηματικής υποβάθμισης, μέσω της υποχρηματοδότησης, των ελληνικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, δεν μπορεί παρά να προστεθεί και η θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής. Σύμφωνα με στοιχεία, τα τελευταία 3 χρόνια, έχουν μείνει κενές περίπου 38.000 θέσεις. Αλήθεια αναρωτιόμαστε, δεν είναι ικανοί για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όσοι δεν πιάνουν συγκεκριμένες αποδόσεις σε μια on-off διαδικασία όπως αυτή των Πανελλαδικών Εξετάσεων, αλλά αυτόματα μετατρέπονται σε ικανούς ανάλογα με το πορτοφόλι τους. Τα παρακάτω στοιχεία είναι ενδεικτικά της συσχέτισης μεταξύ αποκλεισμού πρόσβασης και αύξησης κερδοφορίας των ιδιωτικών ιδρυμάτων. Κατά το 2020 ο κύκλος ιδιωτικών κολεγίων στη χώρα μας, ήταν περί των 46,7δις ενώ κατά την πενταετία 2015-2020, σημείωσαν συνολικά κέρδη προ φόρων πάνω από 16,5εκ. ευρώ!
Σχετικά βέβαια με το επιχείρημα ότι η ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων θα συνεισφέρει στο ΑΕΠ της χώρας, είναι ίσως το μοναδικό που μας βρίσκει σύμφωνους. Όντως μια τέτοια θεσμοθέτηση, θα οδηγήσει σε αύξηση των εσόδων. Γεννούνται όμως δύο βασικά ερωτήματα. Πρώτον της αύξησης ποιων κερδών, μήπως των επιχειρηματιών που θα ιδρύσουν τα ιδρύματα αυτά; Και δεύτερο και ποιο σημαντικό. Η εκπαίδευση αποτελεί εμπόριο το οποίο μάλιστα υπόκειται στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού; Για εμάς η απάντηση είναι μονοσήμαντη. Η ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί ύψιστο δημόσιο αγαθό, και όχι ευκαιρία για εκπαιδευτικό τουρισμό!
Ως Ένωση Αποφοίτων ΕΣΔΔΑ, θέλουμε να τονίσουμε για άλλη μια φορά την πάγια θέση μας ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές απαξίωσης του Δημόσιου Τομέα και εκχώρησης σε ιδιώτες Δημόσιων αγαθών και πολιτικών.
Επιπλέον, τασσόμαστε ενάντια στην καταστολή και ποινικοποίηση των συλλογικών αγώνων και κινητοποιήσεων των φοιτητών που έχουν αποφασιστεί με δημοκρατικές διαδικασίες. Εξάλλου, τα οδυνηρά αποτελέσματα τέτοιων πολιτικών τα βιώνουμε έντονα με την απαξίωση τομέων όπως η Υγεία ή η ενέργεια. Τέλος, καταδικάζουμε τις κατασταλτικές πολιτικές αντιμετώπισης όσων υπερασπίζονται την Δημόσια εκπαίδευση και το Σύνταγμα της χώρας.
Ενώνουμε τη φωνή μας με όλες εκείνες και εκείνους που αυτές τις μέρες αγωνίζονται για την υπεράσπιση τους Συντάγματος, της διατήρηση και ενίσχυσης του δημόσιου χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και καλούμε τα μέλη μας να σταθούν αλληλέγγυοι στο πλευρό της εκπαιδευτικής κοινότητας και να συμμετέχουν στην στάση εργασίας που έχει προκηρυχτεί από την ΑΔΕΔΥ για την Πέμπτη 8/2/2024 από τις 11 πμ εως και τη λήξη του ωραρίου καθώς και να συμμετέχουν στο Πανελλαδικό Φοιτητικό Συλλαλητήριο που θα πραγματοποιηθεί στις 12 στα Προπύλαια.
Το Δ.Σ. της ΕΝΑΠ