Υστερόγραφο Νίκ. Ζαρταμόπουλου (ΓΣ 2011)

Ο διάλογος στη ΓΣ συνεχίζεται και εκτός ΓΣ.
Ο Νίκος Ζαρταμόπουλος μας έστειλε το “Υστερόγραφό” του για τη ΓΣ.
Για το ΔΣ,
ΜΚ

Καταθέτω μερικές σκέψεις εν είδει υστερόγραφου στα όσα είπα στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση της ΕΝΑΠ, όχι βέβαια με σκοπό να συνεχίσω κάποια αντιπαράθεση, αλλά μάλλον με σκοπό να διευκρινίσω κάποια πράγματα ώστε να έχουμε καλύτερη επικοινωνία και συνεννόηση (έστω και επί των διαφωνιών μας) στο μέλλον… Εννοείται ότι δεν μιλώ εκπροσωπώντας κανέναν, αν και πιστεύω ότι όσοι και όσες συνυπέγραψαν τα κείμενα διαμαρτυρίας δεν θα είχαν αντιρρήσεις σε αυτά που προτίθεμαι να πω.
1. Πολλοί συνάδελφοι (τα καταγγελλόμενα για τη στάση τους μέλη του ΔΣ, οι συντάκτες της επίμαχης μελέτης για το μισθολόγιο και άλλοι) αισθάνθηκαν ότι θίγονται προσωπικά από τα κείμενα και την κριτική όσων αμφισβητήσαμε την τακτική που ακολουθήθηκε στο ζήτημα αυτό. Ωστόσο στην -ομολογουμένως σκληρή- κριτική που ασκήσαμε διά των κειμένων που συνυπογράψαμε -ακόμη κι όταν χρησιμοποιήσαμε ενσυνείδητα σκληρές και καταγγελτικές εκφράσεις (”κυβερνητικοί λαγοί” και ”αυτόκλητοι τροϊκανοί προβοκάτορες”)- αναφερόμαστε, όπως προκύπτει από την απλή ανάγνωση, στο πώς λειτούργησε η όλη πρωτοβουλία για το μισθολόγιο ”στην πράξη”, αναφερόμαστε δηλαδή στο ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ της πρωτοβουλίας του ΔΣ να καταθέσει -στη συγκεκριμένη μάλιστα συγκυρία- την εν λόγω πρόταση. Η κριτική μας δηλαδή, όσο σκληρή κι αν υπήρξε, απέφυγε επιμελώς τη ”δίκη προθέσεων”. Θα πει βέβαια κάποιος -και δικαίως- ότι ”παίξαμε” με την ιδιότητα ορισμένων εκ των εμπνευστών του εγχειρήματος ως αποσπασμένων σε υπουργικά γραφεία, όταν είπαμε ότι η μελέτη θυμίζει περισσότερο μελέτη υπουργικού γραφείου και όχι επιστημονική ανάλυση. Και εδώ ωστόσο αναφερόμαστε στον ΟΡΙΖΟΝΤΑ της μελέτης, τίποτα από αυτά που είπαμε δεν προϋποθέτει ότι οι συντάκτες της και η πλειοψηφία του ΔΣ που την ενέκρινε κινήθηκαν βάσει ”κυβερνητικής εντολής”. Ας μην κρυβόμαστε όμως πίσω από το δάχτυλό μας: έστω κι αν μεταξύ των αποσπασμένων σε υπουργικά γραφεία βρίσκονται πολλοί υπάλληλοι που ασκούν τα καθήκοντά τους όσο πιο αποστασιοποιημένα μπορούν, περιοριζόμενοι στο να παρέχουν ευσυνείδητα την τεχνική τους υποστήριξη και τις ικανότητές τους -και δεν έχουμε λόγο να υποθέσουμε ότι οι εν λόγω συνάδελφοι δεν συγκαταλέγονται σε αυτούς- στην κοινή συνείδηση κοινωνίας και υπαλλήλων τέτοιες αποσπάσεις σημαίνουν την ταύτιση με την κυβερνητική πολιτική και δημιουργούν συνειρμούς. Ένας λόγος παραπάνω ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι ακόμη πιο προσεκτικοί στις ενέργειές τους (ειδικά όταν συμμετέχουν από ηγετικές θέσεις σε μαζικές ενώσεις και συλλόγους) και να μην παραλείπουν να τηρούν στοιχειώδεις δημοκρατικές διαδικασίες… Εν ολίγοις: στην κριτική μας ουσιαστικά δεν προϋποθέσαμε καμιά παραδοχή πέραν αυτής που έκαναν ενώπιον της ΓΣ τα μέλη του ΔΣ και ορισμένοι εκ των συντακτών της μελέτης. Μας είπαν δηλαδή ότι, έχοντας την “πληροφορία” ότι είχε ανατεθεί σε ιδιωτικές εταιρείες η κατάθεση προτάσεων για το μισθολόγιο, θέλησαν να τις “προλάβουν”, αφενός για να αποδείξουν πως μέσα στη Δημόσια Διοίκηση υπάρχουν στελέχη ικανά να κάνουν αυτή τη δουλειά, αφετέρου για να “αποτρέψουν τα χειρότερα”. Επίσης στην ίδια τη μελέτη διευκρινίζεται ότι από μεθοδολογική άποψη το μισθολόγιο θα έπρεπε να είναι το τελευταίο κεφάλαιο μιας μεταρρύθμισης και όχι το πρώτο, κι αυτό συνιστά έμμεση παραδοχή ότι το επιστημονικό κριτήριο της μελέτης παραμερίστηκε προς όφελος μιας διαδικασίας που εγκαινιάστηκε με κυβερνητική πρωτοβουλία. Δεν είπαμε τίποτα περισσότερο από αυτό! Το ότι οι συντάκτες της μελέτης και τα μέλη του ΔΣ που την υιοθέτησαν κινήθηκαν από την ως άνω “αγνή” πρόθεση να υπηρετήσουν τη δική τους οπτική περί του ρόλου των αποφοίτων, δεν τους απαλλάσσει από τη μομφή. Και η μομφή είναι πολιτική, όχι προσωπική, αφορά δε την «αφέλεια» της οπτικής τους και την παραγνώριση της πραγματικότητας που αυτή προϋποθέτει, αφορά όμως πάνω από όλα το αποτέλεσμά της μελέτης που όντως προσφέρθηκε ως αντικείμενο εκμετάλλευσης από την κυβερνητική προπαγάνδα, πράγμα που αποδεικνύεται και από τη γενναιόδωρη προβολή της από τα ΜΜΕ που την έκαναν “είδηση” της ημέρας. Επομένως, ας λήξει οριστικά το όποιο ζήτημα “προσωπικής ευθιξίας” έχει ανακύψει: κανείς δεν αμφισβήτησε και δεν αμφισβητεί την ηθική ακεραιότητα των συντακτών της μελέτης και των μελών του ΔΣ, ούτε κανείς τους καταλογίζει αβασάνιστα συνωμοσία με την κυβέρνηση και πολιτικά κίνητρα. Αμφισβητήθηκε η λογική, η σκοπιμότητα, η διαδικασία και φυσικά το αποτέλεσμα των ενεργειών τους, με τη χρήση φυσικά σκληρής γλώσσας και ειρωνείας που δικαιολογείται από την κρισιμότητα του διακυβεύματος και των στιγμών, γιατί αυτά έχουν σημασία. Και τέλος πάντων, αν ειπώθηκε και μια κουβέντα παραπάνω, νερό κι αλάτι που λέμε και στην Κρήτη… Ας μείνουμε στην ουσία…
2. Επί της ουσίας, με τις νεότερες ανακοινώσεις και διευκρινήσεις του ΔΣ, έχει ήδη αναιρεθεί ένα μεγάλο μέρος των επίμαχων προτάσεων, αν και η αρχική εντύπωση δυστυχώς έχει μείνει και έχει κάνει τη ζημιά της. Το ίδιο το ΔΣ παραδέχτηκε το προβληματικό της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και εξέφρασε τη λύπη του για το επικοινωνιακό αντίκρυσμα της όλης κίνησης. Ας γίνει τουλάχιστον αυτό μάθημα και ας μην ξαναφτάσουμε στο ίδιο σημείο. Το ΔΣ έχει αν μη τι άλλο την ηθική υποχρέωση όποιες κινήσεις γίνουν από εδώ και μπρος για τέτοιας κεφαλαιώδους σημασίας ζητήματα να τις υποβάλει προηγουμένως στα μέλη της ΕΝΑΠ για συζήτηση. Σε αυτό νομίζω ότι πλέον συμφωνούμε όλοι…
3. Κι ένα σχόλιο σχετικά με το θέμα του “κοινού συστήματος αξιών” στις οποίες υποτίθεται ότι στηρίζεται η δράση και η λειτουργία της ΕΝΑΠ και το οποίο πολλοί αντιπαρέβαλαν με το “εξωγενές” πολιτικό σκεπτικό όσων επιτέθηκαν τις επιλογές του ΔΣ. Η συζήτηση αυτή ήταν βέβαια εξ αρχής παραπλανητική, εφόσον το ψήφισμα που κατατέθηκε στη ΓΣ από την πλευρά μας (σσ. το παραθέτω συνημμένα προς ενημέρωση των συναδέλφων που δεν ήταν παρόντες στη Συνελευση) δεν ήταν μια γενικόλογη καταγγελία του Μνημονίου κτλ. αλλά μια συγκεκριμένη άρνηση των μέχρι τώρα επιλογών η οποία βρίσκει σύμφωνους πάρα πολλούς συναδέλφους διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων. Τέλος πάντων, γεγονός είναι ότι πολλοί συνάδελφοι -εκμεταλλευόμενοι το ότι οι συνυπογράψαντες τα κείμενα θεωρήσαμε ανάξιο να κρύψουμε την καταγωγή της οπτικής μας- επέκριναν την απόκλισή μας από τις “κοινές αξίες” των αποφοίτων. Αν και στη συνέλευση αυτές οι αξίες συνοψίστηκαν στη μία και μόνη φράση “Είμαστε απόφοιτοι”, θα θεωρήσω ότι αυτό έγινε για λόγους συντομίας (ένα τέτοιο “μονοπροτασιακό” σύστημα αξιών θα ήταν μάλλον ο “ορισμός της συντεχνίας” και θα είχε ελάχιστες πιθανότητες να προβληθεί ως αξία οπουδήποτε). Προφανώς, στη λογική των συναδέλφων το “είμαστε απόφοιτοι και εξυπηρετούμε τα συμφέροντά μας” συμπληρώνεται με έναν μίνιμουμ ορισμό αυτών των συμφερόντων καθώς και με μια μίνιμουμ δικαιολόγησή τους προς τα έξω με βάση κάποιες γενικότερες αρχές και έννοιες (αναφέρω ενδεικτικά αυτές που μου έρχονται στον νου: το γενικό συμφέρον, τον ορθό λόγο, την αντιγραφειοκρατική νοοτροπία και last but not least την αξιοκρατία που ήταν και το επίκεντρο του ομότιτλου παιγνιώδους κειμένου που μας απέστειλε ο συνάδελφος Π. Ζαρίφης). Τα κείμενά μας και οι τοποθετήσεις μας δέχτηκαν την επίκριση ότι απορρίπτουν αυτές τις αξίες, κι εν πάσει περιπτώσει θέτουν άκαιρα και “υπαρξιακά” ερωτήματα για τον ρόλο των αποφοίτων -όπως χαρακτηριστικά είπε ο παλιός φίλος και συναγωνιστής Βαγγέλης Λαγός. Μιλώντας προσωπικά, οφείλω να παραδεχτώ ότι όντως απορρίπτω κριτικά αυτές τις έννοιες και αξίες και προτιμώ την ταξική ανάλυση της πραγματικότητας. Επίσης όταν τις ακούω, μου έρχεται συνήθως στο νου ο Χρήστος Αυλωνίτης να αναφωνεί με το ανεπανάληπτο πομπώδες ύφος του “Πνεύμα και ηθική!”… Πιστεύω ότι ακόμα και οι πλέον ακραφνείς υποστηρικτές τέτοιων αξιών, οφείλουν να αναγνωρίσουν -αν είναι καλοπροαίρετοι και ειλικρινείς- ότι μέχρι τώρα οι πραγματικοί υπονομευτές τους δεν ήταν οι …μαρξιστές αντίπαλοί τους αλλά οι διαπρύσιοι κήρυκές τους αστοί πολιτικοί… Και τέλος πάντων οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι το περιεχόμενο τέτοιων αξιών είναι πάντοτε κοινωνικά διακυβευόμενο και πρέπει να εξετάζεται συγκεκριμένα αν δεν θέλουμε οι εν λόγω “αξίες” να είναι απλή κορδέλα σε προεκλογικά προγράμματα.

Στην Ένωση συμμετέχω τόσα χρόνια διότι χαίρομαι που συναντώ συναδέλφους με γνώσεις, αρχές και με κριτικό προβληματισμό που ξεπερνά τον ηθικολογικό βερμπαλισμό, συμμετέχω ακριβώς γιατί πιστεύω στον επιστημονικό της χαρακτήρα (άλλωστε η επιστήμη ήταν και είναι πάντοτε κριτικό μέγεθος έναντι της οποιασδήποτε διακηρυσσόμενης “αξίας”). Προσβλέπω στην ουσιαστική μελέτη που μπορεί να προκύψει και στον διάλογο με συναδέλφους, ανεξαρτήτως πολιτικών και ιδεολογικών κατευθύνσεων (με όσους τουλάχιστον δεν πρεσβεύουν φαιές, φασιστικές αντιλήψεις), έναν διάλογο που τον «ρόλο των αποφοίτων» θα τον αναλύει μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες, και δεν θα κλίνει σε όλες τις πτώσεις τη «μεταρρύθμιση» και το «επιτελικό κράτος» χωρίς να αναρωτιέται ποιο είναι αυτό το κράτος και τι καλείται να κάνει μέσα στην κοινωνία… Για να συνομιλήσω με τους συναδέλφους μου δεν απαιτώ να υιοθετήσουν την «ταξική οπτική», αλλά αναμφίβολα απαιτώ από αυτούς να έχουν το ελάχιστο κριτικό πνεύμα να αναγνωρίζουν ότι μια βασική πηγή της γραφειοκρατίας την οποία βδελύσσονται είναι ακριβώς η απολίτικη και μη κριτική στάση των υπαλλήλων, η αδιαφορία απέναντι στο κοινωνικό αποτέλεσμα της δημόσιας δράσης.

Σε μια περίοδο (ή μάλλον εποχή) σαν τη σημερινή όπου τα στοιχειώδη δεδομένα που χαρακτηρίζουν την υπόστασή μας (όχι μόνο σαν απόφοιτοι, αλλά και σαν δημόσιοι υπάλληλοι, σαν εργαζόμενοι, σαν πολίτες, σαν άνθρωποι ακόμα) αμφισβητούνται, είναι αστείο να εγκαλούνται κάποιοι «υπερπολιτικοποιημένοι αμφισβητίες» επειδή παρασύρουν το σεπτό σώμα των αποφοίτων σε «υπαρξιακούς προβληματισμούς. Όπως είναι αστείο να περιμένει κανείς ότι η γνώση και η αξία των αποφοίτων θα αποτιμηθεί όπως της πρέπει μέσα στο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων που κατακερματίζουν και εργαλειοποιούν τη γνώση και ως προς αυτό οι πρόσφατες περιπέτειες της Σχολής μας και του ΕΚΔΔΑ είναι ενδεικτικές.

Τα πράγματα είναι απλά: Αν όλες αυτές οι επικλήσεις στο «αξιακό σύστημα» σημαίνουν ότι η ΕΝΑΠ ως φορέας θέλει να κρατήσει μια σχετική ουδετερότητα απέναντι στην έντονη πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση που διεξάγεται στην κοινωνία προκειμένου να λειτουργήσει ως χώρος κοινωνικού προβληματισμού και επιστημονικού διαλόγου, τότε ΟΚ! Αν όμως σημαίνουν ότι η ΕΝΑΠ θέλει να αποδυθεί σε έναν «αγώνα δρόμου επί ερειπίων», προκειμένου να δείξει σε εκείνους που αποσαρθρώνουν σήμερα με τον ωμότερο τρόπο την εργασιακή και ανθρώπινη υπόσταση όλων μας ότι «εμείς» προθυμοποιούμαστε να παίξουμε στην παρούσα φάση τον ρόλο των «χρήσιμων» υπαλλήλων, τότε να είστε σίγουροι συνάδελφοι ότι το «εμείς» δεν θα υπάρχει πλέον, κι ότι η ΕΝΑΠ θα έρθει σε αντίθεση, όχι μονάχα με τους «δογματικούς» μαρξιστές σαν και του λόγου μου αλλά και με την πλειονότητα των συναδέλφων που η ηθική τους υπόσταση και η κοινή τους λογική δεν τους επιτρέπει να φερθούν σε αυτή την κρίσιμη για τον λαό μας περίσταση σαν «μνημονιολιγούρηδες» αντί των όποιων «πινακίων φακής» τους προσφερθούν.

Από την πρόσφατη συνέλευση πάντως αποκόμισα προσωπικά την εντύπωση ότι, ευτυχώς, ισχύει το πρώτο σενάριο, και ότι οι αναφορές στο αξιακό υπόβαθρο (όπως κι αν το ορίζει κανείς και σε όποιον βαθμό κι αν το υιοθετεί) μπορούν υπό προϋποθέσεις να λειτουργήσουν συνεκτικά, ως εργαλεία μιας ορθολογικής συζήτησης, και όχι αποκλειστικά, ως τεχνοκρατικό πρόσχημα για τον εξοβελισμό των απόψεων που δεν χωρούν στο νέο γραφειοκρατικό-ανταγωνιστικό σύμπαν. Θέλω να πιστεύω ότι παρά τα όποια ολισθήματα σημειώθηκαν, η συζήτηση που άναψε μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά και να επιτρέψει στο μέλλον οι απόφοιτοι να λειτουργήσουν σαν σώμα με θετική συνεισφορά στους κοινωνικούς και επιστημονικούς προβληματισμούς.

 

 

Νίκος Ζαρταμόπουλος

ΓΓ. Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής

Απόφοιτος ΙΣΤ΄ εκπ. σειράς.


Πρόσφατες δημοσιεύσεις


Αρχείο ανά μήνα

Θεματικές – Κατηγορίες

Ετικέτες (tags)